Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο το όχι -- το σωστό -- εις όλην την ζωή του.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

ΤΟ Δ.Σ. ΣΑΣ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΙ

Τη Δευτέρα 7/4 συνεδρίασε το Δ.Σ. του Συλλόγου με θέμα τον προγραμματισμό των πολιτιστικών εκδηλώσεων του καλοκαιριού.

1. Επειδή φέτος συμπληρώνονται 150 Χρόνια από την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα (1864-2014) το Συμβούλιο ομόφωνα αποφάσισε  η κεντρική εκδήλωσή του να είναι ένα αφιέρωμα στο ιστορικό αυτό γεγονός και τον αγώνα που έδωσαν οι Επτανήσιοι  ενάντια στους Δυτικούς κατακτητές, για να ενωθούν με την Ελλάδα. 
Την κεντρική αυτή εκδήλωση θα πλαισιώσουν και άλλες θεματικές εκδηλώσεις.  

2. Για την οικονομική ενίσχυση του ταμείου του Συλλόγου κυκλοφόρησε λαχνούς των 2 ευρώ. Σκοπό έχει να  διαθέσει τα χρήματα που θα συγκεντρώσει στην ενίσχυση των πολιτιστικών υποδομών του χωριού μας. (ιατρείο, βιβλιοθήκη, σχολείο ( ως πολιτιστικό κέντρο)....
Το δώρο της λαχειοφόρου είναι ένα LAPTOP αξίας 600 ευρώ.
Θα κερδίσουν τα 3 τελευταία νούμερα του πρώτου αριθμού του λαϊκού λαχείου της κλήρωσης που θα γίνει στις
24-6-2014.
Τους λαχνούς διαθέτουν όλα τα μέλη του Δ.Σ. 

3. Η Αδελφότητα του Πειραιά θα γιορτάσει τα 15ο χρόνια από την Ένωση στις 4 Μαΐου, Κυριακή και ώρα 20:00 μ.μ. στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Παρουσιάζει την ιστορία των νησιών μας από τη Ρωμαϊκή εποχή έως το 1864, με μουσική, εικόνα και αφήγηση. 
Η είσοδος στο θέατρο θα γίνεται μόνο με προσκλήσεις που θα διατεθούν από την Αδελφότητα δωρεάν. Για κρατήσεις προσκλήσεων μπορείτε να επικοινωνήσετε με τη γραμματέα του Συλλόγου μας, τη Γεωργία Ζαφειράτου, το συντομότερον λόγω περιορισμένου αριθμού.

Το Δ.Σ. εύχεται σε όλα τα μέλη του, τους συγχωριανούς και τους φίλους του ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ,  ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ.

Σας αφιερώνουμε τη ρίμνα του Βασίλη που με γλαφυρότητα παρουσιάζει τα έθιμα των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας.
Τον ευχαριστούμε πολύ.
               Χρόνια Πολλά


           Π Α Σ Χ Α     2 0 1 3

               Το νέο το συμβούλιο ήρθε με αποφάσεις,
θέλουν να κάνουνε δουλειά και άντε να τους μάσεις.
Για να γιορτάσουν τη Λαμπρή σκαλίζουν παραδόσεις,
τα θέλουν όλα τέλεια και δεν κάνουν εκπτώσεις.
Θυμήθηκαν που ‘ταν παιδιά και λέγανε τα «ΠΑΘΗ»,
θυμήθηκαν το «ΛΑΖΑΡΟ», τ’ αυγά μες το καλάθι,
κουλούρια, μουστοκούλουρα και το πενηνταράκι,
που κι αραιά καμιά δραχμή στο παιδικό χεράκι.
Με το δικό τους σύλλογο ήθελαν μονοτάρου,
να βγούνε τσάρκα στο χωριό Σαββάτο του Λαζάρου.
Φτιάξαν σταυρό, τον  σκέπαζε πολύχρωμο μαντήλι,
δέσαν λουλούδια στην κορφή, βιολέτες του Απρίλη.
Ρίξαν κορδέλες πάνουθε, του κρέμασαν γραβάτες
κι αμοληθήκανε πρωί μες του χωριού τις στράτες.
Τον εκρατούσαν εναλλάξ,  Άννα , Χαριτωμένη,
η Μαριολένη ακολουθεί αλλά δεν επεμβαίνει.
Μπροστά πηγαίναν τρέχοντας πεντέξι πιτσιρίκια,
λες για να προλαβαίνουνε να δώσουν τα σκαρίκια.
Μπήκαν σε σπίτια και αυλές, φτάσαν στον Ξενοφώντα,
εκείνος φτερνιζότανε, είχε αρπάξει πόντα.
Ξεκίνησαν όλοι μαζί το Λάζαρο να πούνε,
να δώσει και να πάρουνε και να του ευχηθούνε.

             « Ο   ΛΑΖΑΡΟΣ »
«Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε και η εορτή μεγάλη και Αγία.
Ο Λάζαρος μας προσκαλεί σήμερα και ορίζει,
τα θαύματα του Ιησού, αυτά να διηγήσει.
Το πρώτο θαύμα του Χριστού ήταν στη Γαλιλαία,
που ‘κανε το νερό κρασί κι όλοι το θαύμα λέαν.
Δεύτερο θαύμα του Χριστού ήταν στον Ιορδάνη,
που έλαβε το βάπτισμα από τον Αϊ Γιάννη.
Το τρίτο και καλλίτερο ήταν το ιδικό μας,
π’ ανάστησε το Λάζαρο, αυτόν τον αδερφό μας.
Τρείς ημέρες τον θρηνούσαν
και τόνε μοιρολογούσαν.
Την ημέρα την Τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για να ‘ρτει.
Και εβγήκε η Μαρία
έξω απ’ τη Βηθανία
και μπροστά του γονατεί
και τα πόδια του φιλεί.
-Εάν ήσουν δω Χριστέ μου
δε θα πέθαινε ο αδερφός μου.
-Τον τάφο να μου δείξετε κι αμέσως κει πηγαίνω,
τραπέζια να ετοιμάσετε κι εγώ τον ανασταίνω.
Επήγαν και του δείξανε τον τάφο του Λαζάρου
και είπε και εκύλησαν την πέτρα που χε πάνου.
-Δεύρω έξω Λάζαρε μου,
φίλε μου αγαπητέ μου.
-Πες μας Λάζαρε τι είδες
εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδίας, τα χειλέων
και μη με ρωτάτε πλέον.
Το θαύμα το ακούσατε που το τραγούδι ελάλει,
του χρόνου να ‘μαστε καλά να ξαναρθούμε πάλι.
Σε τούτο σπίτι τ’ αψηλό, πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνια εκατό και να τα διαπεράσει,
χίλια βρακοπουκάμισα να ζήσει να χαλάσει.
Σας πήραμε τον κόκορα, θέλουμε και την κότα,
δώστε το παραδάκι μας να πάμε σ’ άλλη πόρτα».

Συνέχισαν να ψέλνουνε το Λάζαρο στα σπίτια
κι αν δεν τους φτάσει το πρωί θα κάνουνε ξενύχτια.
Πρόεδρος, αντιπρόεδρος, το χουν ξεκαθαρίσει,
Γεράσιμος το δήλωσε, Λευτέρης δε χαρίζει.
Πρέπει σε όλο το χωριό να ακουστούν «Τα Πάθη»,
να ακουστεί «Ο Λάζαρος» κι οι δυο δε θέλουν λάθη.
 Ξημέρωσε Παρασκευή, Αγία και Μεγάλη,
συννεφιασμένη και μουντή ήταν και φέτος πάλι.
Ξύπνησαν όλες τους πρωί, δεν καλοκοιμηθήκαν
και άλλο έθιμο παλιό για φέτος θυμηθήκαν.
Ψάχνουν το κείμενο σωστό, μήπως και κάνουν λάθη
και πήραν την απόφαση να ψάλουνε «Τα Πάθη».
Φτιάξανε ξύλινο σταυρό, πάνω μαύρο μαντήλι,
βιολέτες τον στολίσανε, τον δώσαν στο Βασίλη.
Δεξιά η Άννα πήγαινε, ζερβά η Χαριτωμένη
και πάρα πίσω ‘ρχότανε μόνη, η Μαριολένη.
( Ο Νίκος τους εκοίταζε και τους φωτογραφίζει
και ανοιχτά τους δήλωσε πως τους ξαναψηφίζει.
Ο Στέφανος ήταν απών, θα ‘ρθει τον άλλο μήνα,
θυμότανε επέρυσι που ‘πιασε αθερίνα.
Μισό κιλό δε θα ‘τανε το ψάρι όλο κι όλο
μα κείνος εκαμάρωνε όπως ψαράς στο μόλο.
Στήθηκε όμορφη βραδιά με δύο μικρά πιάτα
και το μενού συμπλήρωσε μια πατατοσαλάτα ).
Φορούσαν μαύρη φορεσιά, βλέμμα κατεβασμένο
και τριγυρνούσαν στο χωριό που ήταν ασπρισμένο.
Η Μαριολένη κράταγε καλάθι στο ‘να χέρι,
τ’ αυγά που τους φιλεύανε για να τα μεταφέρει.
Η Άννα τσάντα πάνινη να βάζει τα κουλούρια,
Χαριτωμένη μάζευε για το Χριστό λουλούδια.
Όποιος τους έδινε ευρώ, το ‘παιρνε ο Βασίλης
και το ‘βλεπε σαν τη βροχή που θέλει ο Απρίλης.
Ταμίας μες το σύλλογο κι έπρεπε να φροντίζει,
καλά τα αυγοκούλουρα μα το ευρώ αξίζει.
Σε κάθε σπίτι λέγανε για του Χριστού τα πάθη
και το αφήναν και γραφτό και άλλος να το μάθει.

                                 «ΤΑ   ΠΑΘΗ»
«Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον Τάφο,
εκεί δεντρί δεν ήτανε, δεντρί εφανερώθη.
Οι ρίζες ήταν ο Χριστός, τα φύλλα οι Αγγέλοι
και ‘κείνα τ’ αποκλώναρα ήταν οι μάρτυρες του,
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα Πάθη.
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα άγγελοι, αρχάγγελοι, όλοι μαυροφορούνε.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι.
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.
Ο Κύριος, ηθέλησε να μπει σε περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό που θα τον λάβουν όλοι.
Η Παναγιά, η Δέσποινα, καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε για τον μονογενή της.
Φωνή εξήλθε απ’ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα.
-Πάψε Κυρά τις προσευχές, πάψε και τις μετάνοιες,
το Γιο σου τον επιάσανε και σαν ληστή τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές, εκεί τον τυρανάνε.
-Καλχά – Καλχά, φτιάξτε καρφιά, φτιάξτε τρία περόνια.
Εκείνος ο παράνομος, βαράει και φτιάχνει πέντε.
-Συ Φαραώ που τα ‘φτιαξες, εσύ να μας διδάξεις.
-Τα δυο βάλτε στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό, βάλτε το στην καρδιά του,
να χύσει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθει,
σταμνιά νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
Μα σαν της ήρθε ο λογισμός, μα σαν της ήρθε ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαεί, φωτιά να πέσει μέσα,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για τον μονογενή της.
-Όσοι αγαπάτε τον Χριστό κι όσοι τον προσκυνάτε,
όλοι να μ’ ακλουθήσετε να με παρηγοράτε.
Κανείς δεν την ακλούθησε παρά οι τρεις παρθένες.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα,
του Ιακώβ η αδελφή κι οι τέσσερεις αντάμα,
επήραν το στρατί - στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τσ’ έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράν ζερβά, τηράν δεξιά, κανένανε δεν βλέπουν,
τηράν και δεξιότερα βλέπουν τον Αϊ Γιάννη.
-Αφέντη, Αϊ Γιάννη μου και βαπτιστή του γιου μου,
μην είδες τον Υόκα  μου και σε διδάσκαλο σου;
-Δεν έχω στόμα να στο πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χειροκάλαμο για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος ειν’ ο Γυιόκας σου κι εμέ διδάσκαλος μου.
Η Παναγιά πλησίασε κοντά και τον ρωτάει:
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω μανούλα μου που διάφορο δεν έχεις.
Μόνο το Μέγα Σάββατο, κάθου να μ’ απαντέχεις,
που θα λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν τα ουράνια,
σημάνει κι η Αγιά Σοφιά  με τρεις χρυσές καμπάνες.
Κι όποιος το λέει σώζεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει
κι όποιος το καλακουρμαστεί παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο».

              Σαν ήρθε το κοντόβραδο πάνε στην εκκλησίτσα,
τον επιτάφιο από νωρίς, στόλιζαν τα κορίτσα.
Συγκινημένος σήμερα ειν’ ο παπά – Νικόλας,
με τους ψαλτάδες δίπλα του, έχει το νου του κιόλας.
Μα ευτυχώς, για χάρη του υπάρχει χορωδία,
μήτε και στον παράδεισο ετούτη η μελωδία.
Από τη μία τη μεριά, στέκεται η Διαμαντίνα
και δίπλα της ακόμα δυο, αλλά κι η Μαριετίνα.
Από την άλλη τη μεριά η Νίκη ψέλνει μπάσα
μα σαν την κοίταξε ο παπάς, της κόπηκε η ανάσα.
Μπροστά, η Σοφία τον ψαλμό τόνε σηκώνει πρίμα,
η Σταματίνα δίπλα της έδινε πρώτη σήμα.
Κάποια στιγμή χρειάστηκε ν’ ανάψουνε τα τόρτσα,
ποιος όμως θα τα κράταγε; Κανείς δεν έχει κότσια.
Εκεί που κοιταζόντουσαν, πετάγεται ο Μικέλης,
άρπαξε και τα δυο μαζί, δεν πρόλαβε ο Βαγγέλης.
Ο Γιώργης του εφώναξε: - Το ένα να κρατήσεις,
το άλλο δώστω δεν μπορείς με δυο να περπατήσεις.
Μικελ:- Πενήντα χρόνια έκαμα να μπω σε εκκλησία,
θα τα κρατήσω και τα δυο, μη δίνεις σημασία.
Σπυρ:- Δώσε το ένα σε εμέ κι άσε τις χαζομάρες.
Παπάς:- Κράτησε και το θυμιατό να έχεις δύο χάρες.
Ο Σπύρος πήγαινε μπροστά, θυμιάτιζε τον κόσμο,
οι ευωδιές του λιβανιού έσμιγαν με το δυόσμο.
Πίσω του ήταν ο παπάς:- Μαθαίνεις όταν θέλεις.
Και πάρα πίσω βάδιζε σκυμμένος ο Μικέλης.
Όταν τελειώσαν οι Ψαλμοί, δεν είχαν κι άλλα κότσια,
ο Γιώργης τους εζήτησε να σβήσουνε τα τόρτσα.
-Αδύνατον, του φώναξε με σβήντο ο Μικέλης.
-Σβήσε το, του εφώναξε κι ο Λάμπης ο Μαντέλης,
θα βγούμε απ’ την εκκλησιά να πάμε στην πλατεία,
καίγεται τζάμπα το κερί, δεν είναι αμαρτία;
Τον επιτάφιο βγάλανε και όλοι ακλουθάνε,
τον πάνε μέχρι το Σταυρό και κει τον σταματάνε.
Ο Ξενοφώντας στέκεται στου μαγαζιού την πόρτα,
χρόνια τώρα την έβλεπε ετούτη δω την βόρτα.
Άκουγε πάντα τους ψαλμούς που ψέλνανε στο τόπο
και το σταυρό του έκανε με το δικό του τρόπο.
Ο Νίκος με την κάμερα βγάζει φωτογραφία.
              -Προσκύνα Ξενοφώντα μου, του φώναξε η Σοφία.
Αφού τελειώσαν οι ψαλμοί πίσω γυρίσαν πάλι.
-Ψηλά, τους φώναξε ο παπάς, πάνω απ’ το κεφάλι.
Πριν μπούνε μες την εκκλησιά σταθήκανε στην πόρτα.
Παπάς:- Περάστε απουκάτουθε, αλλιώς να πάτε βόρτα.
Άλλοι σκυφτοί περάσανε κι άλλοι ολόρτοι μπήκαν,
μοιάζαν κάτι να χάσανε κι οι άλλοι να το βρήκαν.
Τελειώσαν κι ετοιμάστηκαν στην εκκλησιά να μπούνε.
Λαχανιασμένος έφτασε, φωνάζει, δεν ακούνε.
- Βοήθεια σας ορέ παιδιά, μουμέντο να περάσω,
γονατιστός θα προχωρώ και δε θα σας κουράσω.
Κοιτάξανε προς τη φωνή και βλέπουνε το Χρίστο,
τον κοίταζε και ο παπάς :- Τέτοιο ατσιδέντο λύστο.
Τον τρόμαξε για μια στιγμή το ύφος του τ’ αλάφιο.
Χρίστος:- Το είχα τάμα να διαβώ κάτω απ’ τον επιτάφιο.  
Κουνίστηκαν στα λόγια του οι δυο πολυελαίοι,
σταυροκοπιόταν το χωριό, κλαίγαν οι Τζουγαναίοι.
Του ακουμπάει ο παπάς το χέρι στο κεφάλι.
-Ευλογημένος, γύρισες στην αγκαλιά μας πάλι.
Ο Μικελάκης κοίταζε, σκέψη τον αποπήρε,
Ώρες το τόρτσο κράταγε μα ευλογιά δεν πήρε.
Απόλυσε κι η εκκλησιά κι έθιμα μη χαλάσουν,
με ευωδιές βασιλικού «χρόνια πολλά» ανταλλάσουν.
Αύριο βράδυ στο βουνό και από κάθε πόρτα,
«Χριστός ανέστη» θ’ ακουστεί ρίχνοντας βαρελότα.

                                                            ΙΟΥΛΙΟΣ    2013